- παρακατέχω
- ΜΑσυγκρατώ στη μνήμηαρχ.1. αναχαιτίζω, εμποδίζω («αὐτοὺς τε ἡσυχάζειν καὶ τοὺς ἄλλους παρακατέχειν», Θουκ.)2. ανακόπτω («τῆς μὲν Ἀλκμήνης παρακατασχεῑν τὰς ὠδίνας», Διόδ.)3. (σχετικά με υγρά) παρακωλύω, παρεμποδίζω την κυκλοφορία τους4. κατακρατώ, αποκρύπτω5. καταστέλλω, καταπνίγω6. κατέχω κάτι («Χαλκίδα παρακατέσχε», Πολ.)7. παθ. παρακατέχομαικρατούμαι, κατέχομαι.
Dictionary of Greek. 2013.